καβουρδιστήρι

καβουρδιστήρι
καβουρδιστήρι, το και καβουρντιστήρι, το
οικιακό σκεύος, μέσα στο οποίο καβουρδίζεται ο καφές κ.ά.: Φέρε μου το καβουρδιστήρι να καβουρδίσω τον καφέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καβουρδιστήρι — το βλ. καβουρντιστήρι …   Dictionary of Greek

  • καβουρντιστήρι — και καβουρδιστήρι, το 1. σκεύος με το οποίο καβουρντίζεται ο καφές, το κριθάρι κ.λπ. 2. συσκευή ή μηχάνημα που δεν λειτουργεί καλά ή είναι παλαιού τύπου («αυτό το ρολόι είναι καβουρντιστήρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω ο τ. καβουρδιστήρι… …   Dictionary of Greek

  • καβουρντιστήρι — το βλ. καβουρδιστήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”